- επευάζω
- ἐπευάζω (Α)1. προσφωνώ2. επιχαίρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπευάζουσα — ἐπευάζω shout over pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευάζουσαι — ἐπευάζω shout over pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek
εφευάζω — ἐφευάζω (Α) βλ. ἐπευάζω … Dictionary of Greek